αχρεώστητος

αχρεώστητος
gereksiz yere ödenen

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αχρεώστητος — η, ο (Μ ἀχρεώστητος, ον) [χρεωστώ] Ι. (για ποσό χρηματικό ή τόκους) αυτός που δεν χρωστιέται, που δεν οφείλεται II. επίρρ. φρ. «αχρεωστήτως ληφθέντα» που δόθηκαν χωρίς να τα δικαιούται αυτός που τα πήρε …   Dictionary of Greek

  • αχρεώστητος — η, ο αυτός που δε χρωστιέται, δεν οφείλεται: Δεν πρόσεξε και του δωσε χρήματα αχρεώστητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”